- Ἀμβρόσι'
- Ἀμβρόσιε , Ἀμβρόσιοςmasc voc sgἈμβρόσιαι , Ἀμβροσίαimmortalityfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμβρόσι' — ἀμβρόσια , ἀμβρόσιος immortal neut nom/voc/acc pl ἀμβρόσια , ἀμβρόσιος immortal neut nom/voc/acc pl ἀμβρόσιε , ἀμβρόσιος immortal masc voc sg ἀμβρόσιε , ἀμβρόσιος immortal masc/fem voc sg ἀμβρόσιαι , ἀμβρόσιος immortal fem nom/voc pl ἀμβρόσιαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
амбро́зия — и, ж. В древнегреческой мифологии: ароматная пища богов, дававшая им вечную юность и красоту. [греч. ’αμβροσια] … Малый академический словарь